προιοῦσα

προιοῦσα
προιοῦσα , πρόειμι 1
ibo go forward
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
προιοῦσα , πρόειμι 2
sum to be before
pres part act fem nom/voc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προἰοῦσα — προιοῦσα , πρόειμι 1 ibo go forward pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) προιοῦσα , πρόειμι 2 sum to be before pres part act fem nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προιούσας — προιούσᾱς , πρόειμι 1 ibo go forward pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) προιούσᾱς , πρόειμι 1 ibo go forward pres part act fem gen sg (doric) προιούσᾱς , πρόειμι 2 sum to be before pres part act fem acc pl (doric) προιούσᾱς ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής …   Dictionary of Greek

  • προϊών — ούσα, όν, Ν 1. αυτός που προχωρεί («προϊόντος τού χρόνου» με την πάροδο τού χρόνου) 2. αυτός που αυξάνεται («προϊούσα άνοια») 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. προϊόν 4. φρ. «προϊούσα γενική παράλυση» ιατρ. ψύχωση που προκαλείται από εκτεταμένη καταστροφή… …   Dictionary of Greek

  • PICTURA — seu PINGENDI Ars. alias Graphice, ex Graeco, definitur Socrati, ἐικασία τῶ ὁρωμένων, Imitatio seu repraesentatio eorum, quae videntur; quam definitionem cum Plastice communem habet. Horat. l. 2. Ep. 2. v. 8. Argilla quidvis imitaberis uda. Ducit… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίστενος — ἐπίστενος, ον (Α) [στενός] αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή ἀορτή... εὖ μάλα κοίλη, προϊοῡσα δὲ ἐπιστενοτέρα», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • επενδυματίτιδα — η φλεγμονή τού επενδύματος τού εγκεφάλου (σε συγγενή υδροκεφαλία ή προϊούσα παράλυση) …   Dictionary of Greek

  • νήσσειος — α, ο [νήσσα] φρ. «νήσσειο βάδισμα» ιατρ. διαταραχή τού βαδίσματος που μοιάζει με βάδισμα τής πάπιας και το οποίο παρατηρείται σε πάσχοντες από αμφοτερόπλευρο συγγενές εξάρθρημα τού ισχίου, από προϊούσα μυοδυστροφία τής λεκάνης κ.ά. παθήσεις …   Dictionary of Greek

  • νευροσύφιλη — η ιατρ. 1. ονομασία που δίνεται στις ειδικές συφιλιδικές αλλοιώσεις τών μεσοδερμικών στοιχείων τού κεντρικού νευρικού συστήματος, δηλ. τών μηνίγγων και τών αγγείων τού εγκεφάλου και τού νωτιαίου μυελού 2. η νωτιάδα φθίση και η προϊούσα παράλυση… …   Dictionary of Greek

  • ολοκρατία — θεωρία μεταφυσική και ηθική. Από μεταφυσική άποψη η θεωρία αυτή ταυτίζεται μερικές φορές με τον πανθεϊσμό. Ορισμένοι την κατατάσσουν ανάμεσα στο μονισμό και την πολυαρχία. Από ηθική άποψη, η ο. υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της ανθρώπινης ηθικής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”